- αμφεταμίνη
- (Φαρμ.)φάρμακο τής σειράς τών αμφεταμινών, συνθετικών φαρμάκων, με έντονες διεγερτικές ενέργειες στο κεντρικό νευρικό σύστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου. πρβλ. αγγλ. amphetamine < a[Ipha] (πρβλ. άλφα) + -m[ethyl] (πρβλ. μεθύλιο) + -phe[ne] t[hyl] (< phen- < αρχ. φαίνω «δείχνω, αποκαλύπτω» + ethyl, πρβλ. αιθύλιο) + amine (πρβλ. αμίνη)].
Dictionary of Greek. 2013.